μετώπων

μετώπων
μέτωπον
the space between the eyes
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μετώπων — Μέτωπος the space between the eyes masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • FRONS — Genio olim sacra, teste Serv. qui addit Virg. Ecl. 6. v. 22. et 7. v. 27. Aen. l. 5. v. 567. Unde quoties Deum veneramur, frontem tangimus: Plin. sic describitur l. 11. c. 37. Frons et aliis (animantibus) sed homini tantum tristitiae, hilaritatis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHALERAE — equorum ornamenta, in fronte, Suidae: in maxillis, Herodoto: in pectore, Servio et Plinio. Α᾿σπιδίσκους τὴν κόσμησιν τὴν κατὰ μετώπων τῶν ἵππων, Etymologus vertit. Constanstantinus exponit, Scutellam parvam splendidam, in pectoribus equorum. Sed… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αερολογία — Αεροκουβέντες, λόγια του αέρα, άσκοπες φλυαρίες, ματαιολογίες. (Μετεωρ.) Κλάδος της μετεωρολογίας, που μελετά τα φαινόμενα της ελεύθερης ατμόσφαιρας, δηλαδή ασχολείται με μελέτες σε ύλη πάνω από 3.000 μ. όπου τα ατμοσφαιρικά στρώματα δεν… …   Dictionary of Greek

  • αναστροφή — Μεταβολή στο αντίθετο, μεταστροφή, επιστροφή, επάνοδος. (Βιολ.)Στη γενετική, α. είναι η μεταβολή της γραμμικής σύνταξης των γονιδίων σε ένα τμήμα χρωματοσώματος, έτσι ώστε να βρίσκονται σε αντίθετη σειρά απ’ ό,τι το αντίστοιχο τμήμα ενός… …   Dictionary of Greek

  • λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… …   Dictionary of Greek

  • μετωπογένεση — η (μετεωρ.) διεργασία τής ατμόσφαιρας η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μετώπων και μετωπικών επιφανειών …   Dictionary of Greek

  • μετωπόλυση — η (μετεωρ.) διαδικασία τής ατμόσφαιρας η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη διάλυση μετώπων και μετωπικών επιφανειών …   Dictionary of Greek

  • ολόεις — ὀλόεις, εσσα, εν (Α) ολέθριος, καταστρεπτικός («ἦν δὲ μετώπων ὀλόεντα πλήγματα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός», κατά τα επίθετα σε εις] …   Dictionary of Greek

  • πλήγμα — το / πλῆγμα, ΝΜΑ χτύπημα (α. «πλήγμα στον κρόταφο με λοστό» β. «μετώπων πλήγματα» Σοφ. γ. «δεινὰ πλήγματα γεινειάδων», Ευρ.) νεοελλ. μτφ. γεγονός που προκαλεί βαθιά λύπη ή σοβαρή υλική ή ηθική ζημιά (α. «ο θάνατος τού παιδιού του ήταν μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”